- σαοστρέω
- σᾰοστρέω,A make thank-offering ([etym.] σῶστρα) for safety, IG9(1).610 ([place name] Cephallenia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαοστρέω — Α κάνω ευχαριστήρια προσφορά για τη διάσωσή μου από νόσο ή από κάποιο κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶστρα (τὰ) «ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σαωστρῶ] … Dictionary of Greek